καμπη

καμπη
    I.
    καμπή
    ἥ
    1) изгиб, излучина
    

ποταμὸς περὴ πολλὰς καμπὰς ἀγνύμενος Her. — река, текущая многочисленными изломами

    2) поворот
    

καμπαῖσι δρόμων Eur. — на поворотах дорог;

    εὐλαβηθῆναι περὴ τέν καμπέν Plat. — быть осторожным на повороте;
    καμπέν ποιεῖσθαι Plat. — сделать поворот, т.е. вернуться назад;
    πάλιν τοι μῦθον ἐς καμπέν ἄγε Eur. — верни свою речь к повороту, т.е. скажи, к чему клонится твоя речь

    3) сгиб, сочленение, сустав
    

(τῶν δακτύλων, τῶν βραχιόνων Arst.)

    4) сгибание
    

κ. καὴ ἔκτασις Plat. — сгибание и разгибание (тела)

    5) муз. переход, перелив, рулада
    

(καμπὰς ποιεῖν Plut.)

    κάμπτειν τινὰ καμπήν Arph. — выводить какую-л. руладу

    II.
    κάμπη
    ἥ
    1) гусеница Arst.
    2) кампа (баснословное чудовище в Ливии, убитое Дионисом) Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "καμπη" в других словарях:

  • καμπή — winding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κάμπτω kam̃p as aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμπῃ — Κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπῃ — κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπη — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * (I) ἡ (AM κάμπη) βλ. κάμπια. (II) κάμπη, ἡ (Α) μυθικό τέρας τής… …   Dictionary of Greek

  • καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… …   Dictionary of Greek

  • Καμπή — Sp Kámpė Ap Καμπή/Kampi L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καμπή — η στροφή, στρίψιμο: Στην καμπή του δρόμου αυτού θα βρεις το σπίτι που ζητάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπῇ — κάμπτω kam̃p as aor subj pass 3rd sg καμπή winding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Καμπή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»